ὑστέρα — ὑστέρᾱ , ὕστερος latter fem nom/voc/acc dual ὑστέρᾱ , ὕστερος latter fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὑστέρᾱ , ὑστέρα womb fem nom/voc/acc dual ὑστέρᾱ , ὑστέρα womb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστέρᾳ — ὑστέρᾱͅ , ὕστερος latter fem dat sg (attic doric aeolic) ὑστέραι , ὑστέρα womb fem nom/voc pl ὑστέρᾱͅ , ὑστέρα womb fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υστέρα — η / ὑστέρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑστέρη Α 1. μήτρα 2. συνεκδ. η κοιλιά αρχ. (για ωοτόκα ζώα, ερπετά, ψάρια ή πτηνά) ωοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὑστέρα πρέπει να αναχθεί στον ΙΕ τ. *ūd «προς τα πάνω» (βλ. λ. ύστερος, ὑ) και έχει σχηματιστεί με την κατάλ.… … Dictionary of Greek
ύστερα — επίρρ. χρον. (από το επίθ. ύστερος) 1. μετά, έπειτα, κατόπι. 2. εκτός από αυτό, επίσης, εξάλλου: Ύστερα, σκέψου και το άλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ύστερα — Ν επίρρ. βλ. ύστερος … Dictionary of Greek
υστέρα — η 1. μήτρα (βλ. λ.). 2. κοιλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὕστερα — ὕστερον the afterbirth neut nom/voc/acc pl ὕστερος latter neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστέρας — ὑστέρᾱς , ὕστερος latter fem acc pl ὑστέρᾱς , ὕστερος latter fem gen sg (attic doric aeolic) ὑστέρᾱς , ὑστέρα womb fem acc pl ὑστέρᾱς , ὑστέρα womb fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστέραι — ὑστέρᾱͅ , ὕστερος latter fem dat sg (attic doric aeolic) ὑστέρα womb fem nom/voc pl ὑστέρᾱͅ , ὑστέρα womb fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστέραν — ὑστέρᾱν , ὕστερος latter fem acc sg (attic doric aeolic) ὑστέρᾱν , ὑστέρα womb fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕστερ' — ὕστερα , ὕστερον the afterbirth neut nom/voc/acc pl ὕστερα , ὕστερος latter neut nom/voc/acc pl ὕστερε , ὕστερος latter masc voc sg ὕστεραι , ὕστερος latter fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)